Αστυδάμας

Αστυδάμας
(4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος τραγικός ποιητής, γιος του τραγικού Μορσίμου και απόγονος του Αισχύλου. Κατά το λεξικό Σούδα, έγραψε 240 τραγωδίες, από τις οποίες σώζονται μόνο αποσπάσματα, και κέρδισε δεκαπέντε δραματικές νίκες. Το 340 π.Χ., η Βουλή, επειδή ήθελε να τον τιμήσει για τη νίκη που κέρδισε με την τραγωδία του Παρθενοπαίος, έδωσε την άδεια να στηθεί το άγαλμά του στο θέατρο του Διονύσου, χωρίς όμως το επίγραμμα που ο ίδιος είχε συνθέσει, καθώς εκείνη το έκρινε υπερβολικά αλαζονικό. Την πλοκή της τραγωδίας του Α. Αλκμέων επαινεί ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του. Ο Α. είχε γιο, επίσης τραγικό ποιητή, τον Α. τον νεότερο, του οποίου έργα δεν έχουν σωθεί. Ένας τρίτος Α., επίσης τραγικός ποιητής που έζησε στα ελληνιστικά χρόνια, πιστεύεται ότι καταγόταν από την ίδια οικογένεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀστυδάμας — Ἀστυδάμᾱς , Ἀστυδάμας masc acc pl (doric aeolic) Ἀστυδάμᾱς , Ἀστυδάμας masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АСТИДАМАНТ —    • Astydămas,          Άστυδάμας, два афинских трагика, отец и сын. Первый, сын Морсима, правнук сестры Эсхила, написал 240 трагедий и одержал 15 побед; в первый раз он выступил в 398 г. до Р. X. и одержал первую победу в 372 г. до Р. X.… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἀστυδάμα — Ἀστυδάμᾱ , Ἀστυδάμας masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἀστυδάμᾱ , Ἀστυδάμας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • Ἀστυδάμᾳ — Ἀστυδάμᾱͅ , Ἀστυδάμας masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”